Τρίτη, Αυγούστου 30, 2005

ΦΑΡΟΣ

Ο Ματθαιος το κεφαλι κατεβασε. Ξεροκαταπιε να πνιξει την οργη απ’τη κατσάδα της Αννας.Το’ξερε πως αν ξεσπαθωνε,ανωφελος θα’μενε, μιας και τα δικια της τα κρατουσε γερα.Προσπαθουσε να βρει μια δικαιολογια, μα το νευρικο χτυπημα των πιατων στη κουζινα του’ταν εμποδιο.Η σκεψη του σκονταφτε κι αυτος ολο και αναβε.
«Δωσε τοπο», μουρμουρισε, «αστο να πεσει».
Κοιταξε το ρολοι για πολλοστη φορα.Ανησυχουσε,περασμενες εντεκα και ο Τζουλης αργουσε .Μακρινος συγγενης του Ο Τζουλης, ξαδερφος απ το χωριο,αυτος τον ξεσηκωσε απ’τη σκολη,την απραξια,του δωσε μεροκαματο,τον βοηθησε να φερει και την Αννα σιγα-σιγα.Εφτα χρονια τωρα στη πρωτευουσα, το σπιτι το στησαν μια χαρα.
Ερχεται και το μωρο.Νισαφι πια, να τον εχει τη γκρινια ολοενα,νισαφι, που τα μεροκαματα λιγοστα, τον καταντησαν σκυλο ,ατολμο, να μη ξεμακρενει απ’του τραπεζιου τ’αποφαγια.Νισαφι οι καυγαδες, τωρα που ξανοιγαν οι δουλειες με τον κυρ Γιωργο και τα κολπα του.
Να τα ξεχασει ολα.Να ξεκοψει απ’τον εργολαβο, κι αν οχι , να του τα πει εξω απ’τα δοντια,ν’απαιτησει τα δικια του και τα χρωστουμενα και την αυξηση.Αλλιως....
Αλλιως τι;Λες και δε το ξερε πως ετσι και ανοιγε το στομα,αυτος ηδη θα του’χε αραδιασει τοσες λεξεις για αναδουλειες και τα ρεστα που θα το βουλωνε μονομιας.Το’ξερε, και τις αναδουλιες τις ηξερε και τα «μαυρα» τα ηξερε...οπου φτωχος.
Ελα ομως που τωρα ξεκιναγαν τα κολπα!Ετσι του’ταζε ο Τζουλης, ξανοιγαν οι δουλεις.Ετσι και θα’κανε.
Με το γκασμα και το φτυαρι.........

Ξεφυσηξε αγχος.Μπορεσε τελικα και τα σκεφτηκε,τα’βαλε σε μια ταξη.Ενιωσε τον αερα στο σαλονι να ξαλαφρωνει, οπως στο χωριο,μ’ανοιγμενο παραθυρο.Σιγουρευτηκε κ’ετσι σιγουρος και μ’αυτοπεποιθηση εκλεισε την μουρμουρα στην τηλεοραση.

Επρεπε την Αννα να την κανει κρατει, να την μαζεψει.Οσο πιο λασκα την αφηνε τοσο τον φουρτουνιαζε.Ακριβως.Ενα κι ενα.
Κοιταξε το ρολοι στον τοιχο.Η ωρα ειχε παει μιση και ο Τζουλης αφαντος.Κατι δεν παει καλα σκεφτηκε,εστρειψε το βλεμμα στην μερια της κουζινας, την ειδε που τελειωνε και ετοιμαζοταν να του’ρθει στο καθηστικο.Ενιωσε ανησυχος παλι.Να την πλησιασει αδυνατον,φουντωμενη κι’αυτη αγανακτηση,τα’χε τα δικια της, δεν ηταν ωρα, θα τ’αφηνε για το ξημερωμα που θα γυρνουσε, θα την ευρισκε ευκολη.
Τωρα ηταν που ανησυχοθσε,το πως να την αποφυγει μεσα σ’ενα δυαρι.Νισαφι! Σαλταρε στη κρεμαστρα κ’επιασε το τζακετ.Θα περιμενε τον Τζουλη απ’ξω, στο πεζοδρομιο,να γλιτωσει.Δεν προλαβε να κλεισει την πορτα οταν τον βρηκε στην πλατη η κουβεντα της Αννας.
«Μαθιος,Παθιος».
Η ιδια κουβεντα.Το αιμα του παγυσε,το μυαλο του γυρισε πισω ετοιμο να ξεσπασει.Κοντοσταθηκε σαλλεμενος μα τον συνεφερε η κορνα του Τζουλη.
Δωσε τοπο μουρμουρισε και πεταχτηκε στο δρομο.
Ο Τζουλης την ειδε ν’ανοιγει το παραθυρο του ισογειου.Της κορναρε χαμογελωντας μα χαθηκε απ’τα ματια της οσο πιο γρηγορα μπορεσε.Η Αννα κλεινωντας το παραθυρο τον στολισε μ’ενα ειρωνικο « υπερεργολαβος οικοδομων».
Του Τζουλη το χαμογελο δεν επαψε,συνεχιζε με την πορεια τ’αυτοκινητου.
«Μ’αυτη τη δουλεια και τα πιασαμε μαζεμενα.Ολα χρυσα ξαδερφε!Αν ολα πανε καλα.Θα κονομησεις και κεινο το τριαρακι που μ’επρηξες, δωστο και δωστο.Καλομελετα μοναχα και το’χεις στη τσεπη».
Του Ματθαιου ο Τζουλης κατι ωρες σαν κι’αυτη του χαλουσε τα νευρα.Ολο μπουρου-μπουρου μα στο τελος απο φως τιποτε.Αλλα τι να τον κανεις,αφεντικο.Η Αννα μοναχα του’χε ραματα για τη γουνα του καθως το’λεγε πως την ψυχη του την εσωζε στα παγκαρια της εκκλησιας.Τα χρυσα ομως του ανοιγαν τ’αφτια κα κει που πηε να γινει ντουβαρι ηθελε κι’αλλα.
«Και με τ’αλλα τι θα γινει;»
Του Τζουλη του κοπηκε ο οιστρος.
«Τα αλλα; Ποια αλλα;»
«Τα χρωστουμενα.Απ’τις εικονες.Ειναι πολλα και κεινα,δεν ειναι;»
Ο Τζουλης συνεφιασε μα το χαμογελο χαμογελο.
«Μαθιο ρε Μαθιο.Φρεσκα κουλουρια μιλαμε.Τα παλια ξεχασμενα.Μπος στα χρυσα φτουραν ρε οι εικονες;Λεγε ,φτουραν;Δεν φτουραν!»
«Ναι, μα της εικονας ο κινδυνος, κινδυνος,μη σου πω πως πιο επικυνδινος».
Ο Τζουλης το διασκεδασε.
«Τι κινδυνος επικινδυνος ρε Ματθαιο.Αργεις μα τα πετυχαινεις ρε ξαδερφε.Ειπαμε ξεχνατα,περασμενα ξεχασμενα.Θα’θελα να’ξερα ομως ποιος σου τα λεει να μου τα λες.
Μην εινα η ξαδερφη μου η Αννα;Ακομη στο κουρντιζμα σ’εχει,σωστα;Παψε γομαρι και κοιτα μπροστα.»

Τα υπολλοιπα προσεχως



Laters&niters




Ο Ματθαιος ενιωσε το βλεμμα του να στρέφεται ενδόμυχα , να αγγίζει την πισω μερια του κρανιου του, προσπαθησε να πιαστει απο ασυναρτητες λεξεις καθως βουλιαζε σε μια ακουσια αφηρημαδα.
Να βρει μια απαντηση στα λογια του Τζουλη, μα ηταν σαν να βρηκε τον εαυτο του  να εισερχεται  σε μια αποθηκη διασπαρτη με αχρειαστα απο καιρο αντικειμενα, προσπαθησε,μα ξεχασε τι ζητουσε.
Το περιπεκτικο γελιο του Τζουλη τον ξαφνιασε , το βλεμμα του σπαρταρισε ταραζωντας  τα σκοτεινα νερα της αθελητης περισυλλογης του , εστρεψε το κεφαλι, ισια μπροστα. Τα φωτα της πολης  απομακρυνονταν και αραιωναν συναμα, ταχια και αργα, αφηνωντας τη ματια του  να αιωρητε παραδωμενη στην ακαταλυπτη φωνη του Τζουλη.
<<…και τον εχει κοψει κρυος ιδρωτας..και παει όλα μεσα, με ζευγαρι ασσους στο χερι, χα.  Και εγω κραταω μπαζο, τρια πεντε σπαθια.Και ο Μανωλης ανοιγει ασσο  νταμα σπαθι στη τσοχα ξαδερφε.Παναγια σου!! Μαζευει κατι ρεστα που του ξεμεινανε αλλα δεν φτανουν και ξεκουμπωνει το ρολόι και το ριχνει στη μπανκα για 30 χιλιαρικα.Μου ξαπλωνει τους ασσους στη πρασιναδα με ένα από αυτά τα κρυα του χαμογελα, ξερεις. Όταν τον κρατας από τα αυτια τον αφηνεις ρε ξαδερφε; Πες μου! Και γω του φλασσαρω τα μπαζα και ο Μανωλης σερβιρει δυο τρια σπαθι. Να τον εβλεπες από μια μερια ρε ξαδερφε, μονο να τον εβλεπες! Αμα κρατουσα το χρυσο του στο υψος του θα χανοταν στην χλωμαδα του. 

1 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger beep beep είπε...

Περιμενουμε τη συνεχεια εδω και τωρα.

4:04 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα